ἀκραίας

ἀκραίας
ἀκραί̱ᾱς , ἀκραῖος
extremities
fem acc pl
ἀκραί̱ᾱς , ἀκραῖος
extremities
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀκραίας — Ἀκραίᾱς , Ἀκραίη fem acc pl Ἀκραίᾱς , Ἀκραίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλλιαρός — ή, ό (Μ μαλλιαρός, ή, όν) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, δασύτριχος («μαλλιαρός σκύλος») νεοελλ. ως ουσ. 1. παλαιότερη σκωπτική ονομασία για τους οπαδούς τής ακραίας δημοτικής γλώσσας 2. το θηλ. ως ουσ. η μαλλιαρή α) η ακραία δημοτική γλώσσα β)… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ευνομιανοί — Οπαδοί της χριστιανικής αίρεσης του 4ου αι., που ξεκίνησε από τον Ευνόμιο (βλ. λ.), σε συνέχεια της αίρεσης του αρειανισμού (βλ. λ. Άρειος). * * * Eὐνομιανοὶ και Εὐνόμιοι, οἱ (ΑΜ) αιρετικοί, οπαδοί τής ακραίας αρειανικής μερίδας τού Ευνομίου, που …   Dictionary of Greek

  • αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …   Dictionary of Greek

  • μακαρθισμός — Όρος πολιτικής πολεμικής που χρησιμοποιήθηκε στις ΗΠΑ ως χαρακτηρισμός της πιο ακραίας μορφής του αντικομουνισμού. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του ρεπουμπλικάνου γερουσιαστή Τζόζεφ Μακ Κάρθι (βλ. λ.), ο οποίος είχε αναλάβει την προεδρία της… …   Dictionary of Greek

  • μαλλιαροσύνη — η [μαλλιαρός] 1. η ιδιότητα τού μαλλιαρού 2. μαλλιαρισμός 3. το σύνολο τών μαλλιαρών, τών οπαδών τής ακραίας δημοτικής …   Dictionary of Greek

  • μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”